- κατελθοῦσα
- κατέρχομαιgo downaor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατελθούσας — κατελθούσᾱς , κατέρχομαι go down aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) κατελθούσᾱς , κατέρχομαι go down aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… … Dictionary of Greek